- παρανέμω
- ΜΑμσν.διανέμω, μοιράζωαρχ.1. νέμω, βόσκω κοντά σε κάποιον άλλο2. μέσ. παρανέμομαικατοικώ δίπλα σε κάποιον, γειτονεύω με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + νέμω «βόσκω», αλλά και «διαμοιράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek